
Νίκος Κοκοβλής

Ενας τόπος για το ντοκυμαντέρ του Σταύρου Ψυλλάκη " Άλλος Δρόμος Δεν Υπήρχε "
Η επίσκεψη με το Γιάννη Λιονάκη στις σπηλιές του Αποκόρωνα. Μέχρι τότε άκουγα εντυπωσιασμένος τις ιστορίες του, αλλά μέσα μου διαρκώς έλεγα πως δεν είναι δυνατόν να έγιναν αυτά τα πράγματα. Μετά τις σπηλιές, τα ντοκουμέντα που είδαμε με τα μάτια μας και κυρίως τα πάθος και την αγωνία του Γιάννη να μας τα δείξει όλα αυτά (εκεί ήταν σχεδόν όλη του η ζωή, και ήταν πλέον ο μοναδικός επιζών μάρτυρας) υποκλίθηκα στην ειλικρίνεια και στην εντιμότητα του. Κουβαλούσε ένα μεγάλο φορτίο και σιγά, σιγά μας το παρέδιδε. Αν δει κανείς το πρωτότυπο υλικό θα ακούσει όλο το συνεργείο να τον εκλιπαρεί " ... μη κ. Γιάννη, μην ανεβαίνεις πάνω, φτάνει ... ". Ήταν πολύ επικίνδυνο το ανέβασμα και ο Γιάννης ήταν 87χρονών .... Όμως αποδείχτηκε πολύ νεότερος απ΄ όλους μας. Το βράδυ που το ξανασκεφτόμουν έβλεπα πως επέμενε για το αυτονόητο ...
Η ομολογία κάποια στιγμή του Νίκου Κοκοβλή, " μέσα στο βιβλίο γράψαμε ό,ση αλήθεια μπορούσε να ειπωθεί κάθε φορά ". Δεν ήταν ομολογία ενοχής, ήταν η σκιαγράφηση βήμα, βήμα των τρομακτικά δύσκολων καταστάσεων που είχαν βρεθεί οι εναπομείναντες αντάρτες και των επώδυνων αποφάσεων που είχαν παρθεί ... Είχαν προηγηθεί επίμονες ερωτήσεις μου για κάποιες εξαιρετικά δύσκολες περιόδους του αντάρτικου, μετά τη μάχη της Σαμαριάς και πριν τη συνέλευση των ανταρτών στις Χώσες, το 48. Σε γεγονότα που αναφέρουν και οι ίδιοι στο βιβλίο τους και σε αντιπαράθεση με τα γραφτά του Μανούσακα. Δεν ήμουν ανακριτής, ούτε εισαγγελέας, άλλωστε ηθικά δεν αναγνωρίζω στον εαυτό μου καμιά τέτοια ιδιότητα. Μιλούσαμε σπλαχνικά και ανθρώπινα, μήπως και μπορούσα να καταλάβω κάποια πράγματα ....
Τα πάμπολλα κολακευτικότατα σχόλια που άκουγα από παντού για τον Κυριάκο Στρατηγάκη. Θα ήθελα πολύ να έχω γνωρίσει αυτόν τον άνθρωπο, αλλά δεν πρόλαβα. Οι πράξεις του Κυριάκου και της γυναίκας του Γεωργίας ήταν για εμένα εξ ίσου μεγαλειώδεις με αυτές των ανταρτών που έκρυβε. Ρωτούσα συνέχεια για αυτόν. Τελικά ένας ανηψιός του από την Αμερική με το γιο του, ο Σπύρος και ο Γιώργος Βουτετάκης, πολύ ευγενείς και πρόθυμοι άνθρωποι, μου έστειλαν κάποια οικογενειακά video που είχαν τραβήξει, όταν ερχόταν για επίσκεψη στις Πλακούρες, τη δεκαετία του ʻ80 και του ʻ90. Εκεί είδα τον Κυριάκο και άκουσα τη φωνή του. Για μέρες προσπαθούσα να βρω σεναριακές λύσεις για να τον συμπεριλάβω στην ταινία. Κάποια πράγματα κατάφερα. Όμως είναι λίγα για το μέγεθος αυτών των ανθρώπων. Η παρατήρηση αυτή ισχύει και για τους άλλους 3 της ομάδας, που δεν ζουν πια. Τον Σταμάτη Μαρίολη, την Παγώνα Κοκοβλή Λιονάκη (που δούλεψε ως γιατρός στα Χανιά όταν επέστρεψαν) και τον Κωστή Λιονάκη. Καμιά μαρτυρία, ακόμα και των ίδιων των συντρόφων τους, δεν αναπλήρωνε την έλλειψη της φυσικής τους παρουσίας. Τέτοια ήταν η πάστα αυτών των ανθρώπων ...
Εδώ σταματώ, γιατί τα περιστατικά αυτά δεν έχουν τελειωμό και γιατί, όπως είπε και ο Νίκος, λες αυτά που μπορείς να πεις κάθε φορά.
Βιογραφικά πρωταγωνιστών
Ο Νίκος Κοκοβλής, γεννήθηκε στη Μικρά Ασία το 1920. Ήρθαν πρόσφυγες στα Χανιά, και η κατοχή τον βρήκε στο 1ο έτος της Ανωτάτης Εμπορικής. Τα εγκατέλειψε, επέστρεψε στα Χανιά, οργανώθηκε νωρίς στο ΕΑΜ και ανέβηκε στο βουνό το ʻ47, όταν ξεκινούσε ο εμφύλιος στην Κρήτη. Πιο πριν ήταν για λίγο γραμματέας του Εργατικού Κέντρου Χανίων. Μετά τη μάχη της Σαμαριάς (Ιούνιος του ’48), οι αντάρτες που είχαν απομείνει συγκεντρώθηκαν, τον Απρίλιο του ’49 στις Χώσες, και η Βαγγελιώ Κλάδου και ο Νίκος Κοκοβλής πήραν τη θέση των σκοτωμένων αρχηγών, Τσιτήλου και Μακρυδάκη. Διέφυγε με τους 6, το ʻ62 στην Ιταλία.
Ο Γιάννης Λιονάκης γεννήθηκε το 1921 στο Γαβαλοχώρι και τέλειωσε το Γυμνάσιο του Βάμου, στο Ν. Χανίων . Είχε οργανωθεί στην Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας το ʻ38. Την επομένη της Μάχης της Κρήτης αναζήτησε όπλο, οργανώθηκε στο ΕΑΜ και ανέβηκε στο βουνό. Μετά την απελευθέρωση, ο Γιάννης δραπέτευσε από τον εθνικό στρατό, πέρασε στην παρανομία και ανέβηκε στο βουνό, αρχές του ʻ47. Διέφυγε με τους 6, το ʻ62 στην Ιταλία.
Η Αργυρώ Πολυχρονάκη γεννήθηκε το 1927 στο χωριό Δρακώνα του Ν. Χανίων. Από εύπορη για τα τοπικά δεδομένα οικογένεια, αρχικά συμμετείχε στην ΕΠΟΝ. Ανέβηκε στο βουνό και πέρασε στην παρανομία αρχές του ʻ48. Ήταν ήδη εκεί ο μεγαλύτερος αδερφός της και πολλοί χωριανοί της. Διέφυγε με τους 6, το ʻ62 στην Ιταλία.
Ο Σταμάτης Μαριόλης (1925-2007), μανιάτικης καταγωγής, γεννημένος στον Πειραιά, υπηρετούσε ως αεροπόρος τη θητεία του, τον Ιούλιο του ʻ47, στο αεροδρόμιο του Μάλεμε. Τότε, μια ομάδα ανταρτών ήρθαν και κατέλαβαν το αεροδρόμιο. Ο Σταμάτης, ως μέλος του κόμματος, τους βοήθησε αποφασιστικά, από μέσα. Πήραν μεγάλες ποσότητες όπλων και πυρομαχικών και έφυγαν αναίμακτα. Έκτοτε ο Σταμάτης παρέμεινε με τους αντάρτες, κρυβόταν στην περιοχή της Κισάμου, κυρίως στα Παλιά Ρούματα, επέζησε και ήταν ένας από τους 6 που διέφυγαν στην Ιταλία το ʻ62.
Η Παγώνα Κοκοβλή (1922-1994), αδερφή του Νίκου Κοκοβλή, ήταν στέλεχος της ΕΠΟΝ στην κατοχή. Βγήκε στην παρανομία και ανέβηκε στο βουνό πριν από αυτόν. Όλοι την ήξεραν ως Κατερίνα, το ψευδώνυμο της στο βουνό και θαύμαζαν την επιμονή της στους στόχους που έβαζε. Διέφυγε με τους 6, το ʻ62 στην Ιταλία.
Ο Κωστής Λιονάκης (1925-1993), μικρότερος αδερφός του Γιάννη, ανέβηκε στο βουνό το ʻ47 και παρέμεινε για μεγάλο διάστημα στις σπηλιές του Αποκόρωνα με το Γιάννη και την Παγώνα. Ένα σοβαρό ατύχημα εκεί ήταν η αιτία να χάσει το ένα του μάτι. Αργότερα, γύρω στο 58, με μεγάλη δυσκολία οι σύντροφοι του τον έπεισαν να φύγει στην Αθήνα, να τον δει γιατρός, μήπως και γλυτώσει το άλλο του μάτι. Ήταν ο πρώτος από τους 6 που έφυγε από την Κρήτη. Διέφυγε με τους 6, το ʻ62 στην Ιταλία.
Ζει στην Αθήνα και ασχολείται με :
Φιλμογραφία (ελληνικά)
2009 | ΑΛΛΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ | ΝΤΟΚ | 87min | ||
2007 | ΠΗΝΕΙΟΣ ιερή οικολογία | ΝΤΟΚ | 24min | ||
2007 | ΠΗΝΕΙΟΣ σπαράγματα ιστορίας | ΝΤΟΚ | 26min | ||
2005 | ΠΟΛΛΑ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ | ΝΤΟΚ | 62min | ||
2005 | ΤΙΘΟΡΕΑ – ΛΙΑΝΟΚΛΑΔΙ | ΝΤΟΚ | 28min | ||
2002 | ΟΙ ΦΥ΄ΛΑΚΕΣ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ | ΝΤΟΚ | 57min | ||
2001 | ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΨΑΛΜΩΔΙΑ - ΑΓΙΟΣ ΘΩΜΑΣ | ΝΤΟΚ | 30min | ||
2001 | Α.Β.Ε.Α. ο πηγμένος χρόνος | ΝΤΟΚ | 28min | ||
2001 | ΗΡΘΑΜΕ ΕΔΩ | ΝΤΟΚ | 52min | ||
2000 | Η ΖΗΜΙΑ ΤΟΥ ΣΠΑΣΜΕΝΟΥ ΚΑΘΡΕΠΤΗ | ΝΤΟΚ | 56min | ||
2000 | Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΝΟΧΛΗΣΕ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ | ΝΤΟΚ | 52min | ||
1999 | ΠΕΙΡΑΙΑΣ - ΧΥΤΗΡΙΟ ΔΥΟ ΑΙΩΝΩΝ | ΝΤΟΚ | 30min | ||
1997 | ΑΕΙ ΤΙΣ ΕΝ ΚΥΔΩΝΟΣ | ΝΤΟΚ | 55min | ||
1997 | ΧΡΩΜΑΤΑ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ | ΝΤΟΚ | 30min | ||
1995 | ΣΦΑΚΙΑ - Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΦΑΡΑΓΓΙΩΝ | ΝΤΟΚ | 25min | ||
1994 | Τ' ΑΔΕΡΦΙΑ | ΝΤΟΚ | 62min | ||
1993 | ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ | ΝΤΟΚ | 59min | ||
1988 | CARCASSE " (Σκελετός) | ΝΤΟΚ | 17min |
Born in Chania, Crete in 1954.
He is a graduate of the National Technical University of Athens with the degree in Electrical Engineering.
He studied film direction at the Hadjikou Film School (Athens) and he received theoretical and practical education on anthropological documentary filmmaking at the VARAN School (Paris) [founded by Jean ROUCH].
He lives in Athens and directs and produces documentaries, industrial and educational films and commercials.
2009 | THERE WAS NO OTHER WAY | documentary | 87min |
2007 | PENEUS the sacred ecology | documentary | 24min |
2007 | PENEUS fragments of history | documentary | 26min |
2005 | THERE ARE MANY THINGS WE CAN DO | documentary | 62min |
2005 | TITHOREA - LIANOKLADI | documentary | 28min |
2002 | THE MEMORY GUARDS | documentary | 57min |
2001 | ANGELS PSALMS – St. Thomas | documentary | 30min |
2001 | ANATOLI FACTORY : the time capsule | documentary | 28min |
2001 | HERE WE CAME | documentary | 52min |
2000 | THE BROKEN MIRROR DAMAGE | documentary | 56min |
2000 | THE MAN WHO DISTURBED THE UNIVERSE | documentary | 52min |
1999 | PIRAEUS – the melting pot of two centuries | documentary | 30min |
1997 | FOREVER IN KYDONIA | documentary | 55min |
1997 | COLORS OF CRETAN MUSIC | documentary | 30min |
1995 | SFAKIA, THE LAND OF GORGES | documentary | 25min |
1994 | THE BROTHERS | documentary | 62min |
1993 | THE SECRET | documentary | 59min |
1988 | CARCASS | documentary | 17min |
σενάριο – σκηνοθεσία / Director - Scriptwriter
ΣΤΑΥΡΟΣ ΨΥΛΛΑΚΗΣ / STAVROS PSILLAKIS
αρχική Ιδέα & συνεργασία στην έρευνα και στο σενάριο /
Initial idea & collaboration in research & script
ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑΚΗΣ / MATTHEOS FRANTZESKAKIS
διεύθυνση φωτογραφίας / Cinematography
ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ / CHRIS ASIMAKOPOULOS
συμπληρωματικά γυρίσματα / re-shoots
ΣΤΕΛΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΣ / STELIOS APOSTOLOPOULOS
ειδικές λήψεις & steadicam / special shoots & steadicam
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ / DIMITRIS XENAKIS
πρωτότυπη μουσική / original music
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΦΑΜΠΑΣ / VAGELIS FAMPAS
μοντάζ / editing
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ / GIORGOS TRIANTAFILLOU
συνεργασία στο μοντάζ – επεξεργασία φωτογραφιών /
collaboration in editing & photos re-touch
ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΑΣΠΑΡΙΝΑΤΟΣ / ANTONIS GASPARINATOS
ηχολήπτης / sound recordist
ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΕΦΕΝΤΑΚΗΣ / ANASTASIS EFENTAKIS
διεύθυνση παραγωγής / production management
ΝΙΚΟΛΑΣ ΠΑΝΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ / NICOLAS PANOUTSOPOULOS
βοηθοί παραγωγής / production assistants
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ / PANAGIOTOS PAPAZOGLOU
ΘΑΝΑΣΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗΣ / THANASIS APOSTOLAKIS
απόδοση κειμένου / narration
ΠΑΝΟΣ ΚΥΠΑΡΙΣΣΗΣ / PANOS KIPARISSIS
παραγωγός / producer
ΣΤΑΥΡΟΣ ΨΥΛΛΑΚΗΣ
συμπαραγωγοί στο ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΕΚΜΗΡΙΟ / Co-Producer
Ε.Κ.Κ. – ΕΡΤ Α.Ε. - MASSIVE PRODUCTIONS - INDIGO VIEW
GREEK FILM CENTRE /HELLENIC BROADCASTING CORP. ERT S.A./ MASSIVE PRODUCTIONS / INDIGO VIEW
COPYRIGHT : ΣΤΑΥΡΟΣ ΨΥΛΛΑΚΗΣ / STAVROS PSILLAKIS 2009
ΑΛΛΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ / THERE WAS NO OTHER WAY
Στη Κρήτη, ένα τμήμα του Δημοκρατικού Στρατού, επιβίωσε, ακόμα και όταν ο Εμφύλιος τέλειωσε στην υπόλοιπη Ελλάδα. Οι αντάρτες αυτοί (6άνδρες & 2γυναίκες έμειναν τελικά), παράνομοι και επικηρυγμένοι, κρύβονταν για 14 περίπου χρόνια στο Ν. Χανίων, ανασυγκροτώντας τις παράνομες οργανώσεις. Το 1962, 6 από αυτούς δραπέτευσαν, μέσω Ιταλίας, στην Τασκένδη. Οι 3 ζουν και αποτελούν τα κεντρικά πρόσωπα του ντοκιμαντέρ.
Στην ταινία παρακολουθούμε το "θαύμα" της αντοχής των τσακισμένων υπολειμμάτων του Δημοκρατικού Στρατού και την αυτοθυσία των απλών ανθρώπων που τους έκρυβαν τόσα χρόνια. "Πρωταγωνιστές" και "αφανείς", αυτής της ιστορίας, εξίσου φωτεινοί και δυσεύρετοι, πέρα από ιδεολογίες, ενσαρκώνουν κάτι πολύ σημαντικό : βαθιά προσήλωση στον ίδιο τον άνθρωπο και στην αξιοπρέπειά του. Και αυτό είναι το θέμα της ταινίας ....
Όλα ξεκίνησαν …
Από μια ιδέα/πρόταση του φίλου και συγχωριανού μου Ματθαίου Φραντζεσκάκη. Μου σύστησε κατ΄ αρχήν να διαβάσω το βιβλίο ΑΛΛΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ των Ν. & Α. Κοκοβλή. Κάτι είχα ακούσει για την ύπαρξη αυτών των ανθρώπων, αλλά μετά που διάβασα το βιβλίο, και διαπίστωσα το μέγεθος της ιστορίας, ομολογώ πως πριν ήμουν βαθειά νυχτωμένος ... Ακολούθως ο φίλος μου με πήγε στο Βαμβακόπουλο και γνώρισα το Νίκο και την Αργυρώ. Πολύ σύντομα, με δανεικό εξοπλισμό, ξεκινήσαμε οι 2 μας με το Ματθαίο, τα πρώτα δοκιμαστικά γυρίσματα. Το υλικό αυτό υπάρχει, έχει ενδιαφέροντα κομμάτια, αλλά δεν χρησιμοποιήθηκε στην τελική κόπια.
Μετά, επειδή το εγχείρημα ήταν μεγάλο και θα κόστιζε αρκετά, αποφα-σίσαμε να συνεχίσουμε επαγγελματικά την όλη ιστορία. Κάναμε πρόταση και την καταθέσαμε στο Κέντρο Κινηματογράφου. Η πρόταση εγκρίθηκε, στο πρόγραμμα ΤΕΚΜΗΡΙΟ και η παραγωγή χρηματοδοτήθηκε από το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ και την ΕΡΤ Α.Ε. Το χρηματοδοτικό πλάνο συμπλήρωσαν, ως συμπαραγωγοί, οι εταιρίες INDIGO VIEW από τα Χανιά (παρείχε τον εξοπλισμό λήψεων και οι συνεργάτες της βοήθησαν αποφασιστικά σε κάποια γυρίσματα) και MASSIVE PRODUCTIONS (παρείχε το studio μοντάζ, το post production και όλη την ηχητική επεξεργασία της ταινίας).
Με τη βοήθεια όλων αυτών και πλαισιωμένοι από καλούς φίλους και συνεργάτες, ξεκινήσαμε τα γυρίσματα στις 30 Ιουλίου 2007 ....
ΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΑΡΓΥΡΩ ΚΟΚΟΒΛΗ
Αλλος δρόμος δεν υπήρχε
«ΠΟΛΥΤΥΠΟ», ΣΕΛ. 594
Σαν μυθιστόρημα ...
Οταν οι αναμνήσεις διαπλέκονται με την Ιστορία και αποτυπώνουν τις διαστάσεις του «χθες» και την αμεσότητα του «τότε»
Μαρτυρία και βιωματική κατάθεση, ζώσα ιστορία και κατάθεση ψυχής, το βιβλίο του Νίκου και της Αργυρώς Κοκοβλή αποτελεί μια ουσιαστική συμβολή στην ιστορία της ελληνικής Αριστεράς και μια παρακαταθήκη αγώνων, συνέπειας και ήθους. Το βιβλίο ανήκει στην κατηγορία των μακρών αυτοβιογραφικών απομνημονευμάτων. Πρόκειται καλύτερα για ένα διπλό αυτοβιογραφικό κείμενο όπου οι συγγραφείς, μαζί αλλά και αυτόνομα, καταθέτουν τις προσωπικές εμπειρίες τους και καταγράφουν την κοινή διαδρομή σε στιγμές κρίσιμες και καθοριστικές για τις τύχες των Ελλήνων κομμουνιστών. Εμπειρίες και διαδρομές όπου η συγκυρία και η απόσταση, η θάλασσα και ο αποκλεισμός, προσέδωσαν τα χαρακτηριστικά της μοναδικότητας καθώς και μια ιδιότυπη διάρκεια που αντιπάλεψε με το χρόνο, προσδίδοντας στη μαρτυρία μυθιστορηματική πλοκή και διάσταση, όπως μυθιστορηματική είναι και η ζωή τους.
Γράφουν σήμερα για τη ζωή αυτή, μια ζωή ταραγμένη αλλά και ήρεμη, μια ζωή επικίνδυνη αλλά και σταθερή, και παράλληλα προσθέτουν καινούργιες και άγνωστες σελίδες στο έπος της Αριστεράς. Διατρέχοντας τον ιστορικό χρόνο με νηφαλιότητα, αναδεικνύουν με ήπιους τόνους τις δικές τους μοναδικές διαδρομές και αναστοχάζονται για όσα έζησαν, για όσα πέρασαν, για όσα κατάλαβαν, χωρίς πίκρα, με τη βεβαιότητα ότι «άλλος δρόμος δεν υπήρχε».
Λιτότητα και ποιητικότητα
Η αναδρομική εξιστόρηση, από ανθρώπους που έζησαν αυτά που αφηγούνται, δεν είναι εύκολο εγχείρημα. Εμπεριέχει κινδύνους και παγίδες όπως η αποσπασματικότητα και κυρίως οι μεταγενέστερες επεξεργασίες και συνειδητοποιήσεις, που εμπλέκονται στη μαρτυρία αλλοιώνοντας συχνά τις εκτιμήσεις για τα γεγονότα, καθώς ο χρόνος της γραφής διαμεσολαβείται από αυτά που ακολούθησαν, από την ύστερη γνώση. Συχνά το «τότε» χάνεται από ένα μεταγενέστερο και συνολικό «χθες». Κι εξίσου συχνά, το «τώρα» που ορίζεται από το χρόνο της γραφής επικυριαρχεί στο χρόνο της αφήγησης, στο «χθες» και στο «τότε». Στο συγκεκριμένο βιβλίο, ένας ακόμη κίνδυνος υπήρχε. Καθώς η εξιστόρηση πλέκεται από δύο αφηγητές, το ποιος μιλά, κάθε φορά, δεν είναι μόνο ζήτημα τεχνικής διαχείρισης του λόγου αλλά ισορροπίας του κειμένου και της αφήγησης. Οι συγγραφείς νομίζω ότι δεν έχασαν αυτά τα στοιχήματα. Στην αναδρομική τους εξιστόρηση, τα ομιλώντα υποκείμενα ξετυλίγουν ισόρροπα και αρμονικά το κουβάρι της προσωπικής ζωής μέχρι να φθάσουν στην κοινή πορεία, τονίζουν τα διαφορετικά βιώματα και τις συγκλίνουσες πορείες και συνομιλούν με το δικό τους γνωστό εσωτερικό διάλογο, για τις κοινές στιγμές. Διαβάζοντας το βιβλίο, ακούς και νιώθεις τις φωνές: το λιτό και αυστηρό λόγο του Νίκου, αισθάνεσαι την εκφραστικότητα, την ποιητικότητα της Αργυρώς. Είναι αυτές οι φωνές, με τις ποιότητες και τα χαρίσματα που έχει η κάθε μια, αλλά και με τη συμπληρωματικότητα που τις χαρακτηρίζει, που οργανώνουν με μαεστρία το βιβλίο τους και την αφήγησή τους. Και είναι αυτές οι ίδιες φωνές συντονισμένες στην ίδια κλίμακα και νότα, που γίνονται μια φωνή όταν η γραφή φτάσει στην ακμή της, στις κρίσιμες καμπές, στις στιγμές των μεγάλων αποφάσεων, στην ώρα της τοποθέτησης απέναντι στους άλλους και στους χρόνους του απολογισμού.
Δεν πρόκειται μόνο για χάρισμα αλλά και για εμπειρία και οικείωση προς τη γραφή. Με το ψευδώνυμο Νίκος και Αργυρώ Μαδαρίτη, από τα χρόνια της παρανομίας στην Κρήτη, εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στις στήλες της Επιθεώρησης Τέχνης, το 1962, με το διήγημά τους «Βάσανα και καημοί». Με το ίδιο ψευδώνυμο και διατηρώντας ως γενικό τίτλο αυτόν του πρώτου διηγήματος, εξέδωσαν στο Βουκουρέστι, το 1966, συλλογή διηγημάτων τους. Μετά τον επαναπατρισμό τους παρέδωσαν τη συλλογή διηγήσεων «Αληθινές ιστορίες. Στα βουνά της Κρήτης και στην Παρανομία» και πιο πρόσφατα τις εμπειρίες και τις σκέψεις τους για τη ζωή στη Σοβιετική Ενωση: «ΕΣΣΔ. Προσδοκίες και πραγματικότητα. Μνήμες που ποτέ δεν σβήνουν». Καταστάλαγμα λοιπόν, και αυτών των αναζητήσεων ως προς τη γραφή και τους μηχανισμούς της, το σημερινό βιβλίο συμπυκνώνει με άλλο ύφος και σε άλλη έκταση στοιχεία και θέματα οικεία, δουλεμένα και προσφιλή.
Οι αναμνήσεις και οι μαρτυρίες διαπλέκονται με την Ιστορία σε μια λεπτή ισορροπία και αποτυπώνουν τις σαφείς διαστάσεις του «χθες» και την αμεσότητα του «τότε». Το «τώρα», με τις διευκρινίσεις και τις επεξεργασίες του, χωρίς ακροβατισμούς, τοποθετείται σ' ένα άλλο επίπεδο, σε μια συχνά παράλληλη ανάγνωση.
Παιδί 2 χρόνων, ο Νίκος, προσφυγόπουλο, έφτασε με την οικογένειά του στην Κρήτη, στο Βαμβακόπουλο και πολιτογραφήθηκε Κρητικός. Ο πόλεμος και η γερμανική κατοχή τον βρίσκουν νιόφερτο στην Αθήνα, φοιτητή στην Ανωτάτη Εμπορική. Δεν έμελλε, όπως και τόσοι άλλοι, να την τελειώσει ποτέ. Το πτυχίο των Οικονομικών Επιστημών θα το έπαιρνε είκοσι πέντε χρόνια αργότερα στην Τασκένδη. Στο μεσοδιάστημα, αν μπορεί να ονομαστεί έτσι μια εικοσιπενταετία και πολύ περισσότερο η συγκεκριμένη, που συντάραξε όχι μόνο την Ελλάδα αλλά ολόκληρο τον κόσμο, αφιέρωσε κυριολεκτικά την ύπαρξή του -και δεν ήταν ο μόνος- στον πιο αγνό σκοπό. Από το καλοκαίρι του 1941, όταν μ' ένα σαπιοκάικο κατάφερε να ξαναβρεθεί στα Χανιά, υπηρέτησε απλά, όπως μας λέει ο ίδιος, το όραμά του, «που μπορεί να μη βρήκε ώς τώρα δικαίωση», αλλά συνεχίζει να αποτελεί τη μοναδική ελπίδα για την πορεία της ανθρωπότητας».
Στο μάτι του κυκλώνα
Η περιπέτεια αρχίζει με την ένταξη στο ΚΚΕ στην κατοχή και με το φούντωμα των αντιστασιακών οργανώσεων στο νησί. Η δράση πυκνώνει όσο προχωρεί ο χρόνος, όσο διευρύνονται τα καθήκοντα και οι δεσμεύσεις αλλά και όπως μεγαλώνουν οι προσμονές για την επόμενη μέρα, την απελευθέρωση, που για την Κρήτη καθυστερεί. Γιατί, αν η Ελλάδα ελευθερώθηκε και συνταράσσεται από τα Δεκεμβριανά, οι Γερμανοί δεν θα εγκαταλείψουν τα Χανιά παρά τον Ιούλιο του 1945, για να μεταφερθεί κι εκεί, με τις όποιες ιδιαιτερότητες, το μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας σταδιακά κλιμακούμενο οξύ πολιτικό κλίμα.
Κομματικό στέλεχος του ΚΚΕ και γραμματέας του Εργατικού Κέντρου της πόλης, ο Νίκος συλλαμβάνεται τον Οκτώβριο 1946 και από το 1947 βγαίνει στο βουνό. Εκεί γνωρίζεται με την Αργυρώ, μια ΕΠΟΝίτισσα που η «ένταξη του αδελφού στο ΚΚΕ και της οικογένειας στο ΕΑΜ, την έφερε στο μάτι του κυκλώνα». «Δεν απειλούμουν μόνο απ' τη σύλληψη και την ομηρία σε κάποιο νησί», λέει η Αργυρώ. «Εκείνοι -οι παρακρατικοί ήταν ο νόμος και η εξουσία- όποια κοπέλα ήθελαν ήταν δικιά τους. Αρπαζαν και βίαζαν, όπως βασάνιζαν και δολοφονούσαν χωρίς τιμωρία». Κόρη εύπορης οικογένειας, στο μόνο που μπορούσε να ελπίζει ήταν ένας υποχρεωτικός γάμος μ' έναν από τους «παρακρατικούς». Ετσι, το κοριτσόπουλο προτίμησε το βουνό, στα χνάρια και κάτω απ' τον ίσκιο του μεγάλου αδελφού.
Οι βίοι έγιναν παράλληλοι στα Λευκά Ορη στη Δυτική Κρήτη μέσα στην «καταιγίδα», στο μολύβι και στο αίμα του εμφύλιου πόλεμου, σε μάχες άνισες στο οροπέδιο του Ομαλού και στο φαράγγι της Σαμαριάς: η Αργυρώ μαχήτρια του Δημοκρατικού Στρατού, ο Νίκος σε θέσεις ευθύνης και στη συνέχεια «δεύτερος» καπετάνιος μετά τη Βαγγελιώ Κλάδου. Τα γεγονότα στην ηπειρωτική Ελλάδα οδήγησαν και την Κρήτη στη σύγκρουση. Μέσα στην ασφυκτική πίεση, χωρίς εφόδια και τροφή, με στηρίγματα τους βοσκούς, που κι αυτοί ξέκοβαν καθημερινά, με καταφύγια τα βράχια, τους γκρεμούς και τις σπηλιές, χωρίς περιθώριο διαφυγής και με μοναδική εναλλακτική λύση την παράδοση, οι μεγάλες απώλειες του Δημοκρατικού Στρατού στην Κρήτη ηχούν φυσιολογικές. Εκείνο που εκπλήσσει είναι το πώς ένα τμήμα του επιβίωσε, πώς επιβίωσαν αυτοί οι αντάρτες, ακόμη και μετά την ήττα και την υποχώρηση του κύριου όγκου των δυνάμεων από τη Βόρεια Ελλάδα, και ακόμη περισσότερο πώς συνέχισαν να αγωνίζονται.
Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες άρχιζε ένα επόμενο κεφάλαιο ζωής και δράσης: η δωδεκαετής παρανομία, «τότε που φοβόμασταν το φως της ημέρας», όπως λένε. Υπεύθυνοι για την ανασυγκρότηση παράνομων πυρήνων και στη συνέχεια των παράνομων οργανώσεων του ΚΚΕ στα Χανιά, με τους «χαφιέδες» και τη Χωροφυλακή να καιροφυλαχτούν αναζητώντας τα ίχνη τους, κρύβονται στο Ακρωτήρι, ενώνουν τις ζωές τους, βγάζουν παράνομα έντυπα, καταφεύγουν σε στάβλους και σε θεμέλια οικοδομών και κυκλοφορούν το βράδυ με χίλιους κινδύνους κι άλλες τόσες προφυλάξεις στα Χανιά για τις απαραίτητες κομματικές επαφές.
Η συνέχεια της ιστορίας, η φυγάδευση των «6 κυνηγημένων» Κρητικών το 1962 με καΐκι στην Ιταλία και από εκεί με συνδέσμους στις Ανατολικές Χώρες, η απόφαση εγκατάστασης στην Τασκένδη, είναι γνωστή γιατί, ξεπερνώντας τους ίδιους, πέρασε στη χώρα των θρύλων της Αριστεράς. Υποδειγματικοί αγωνιστές προτίμησαν να βρεθούν στη χώρα όπου πίστεψαν ότι πραγματώνεται το όραμά τους για να διαψευστούν ταχύτατα αλλά και για να γνωρίσουν τη σκληρότητα του κόμματος και τις απογοητεύσεις της διάσπασης.
Καρπός της ιδιαίτερης σχέσης των δύο, το βιβλίο σέβεται τις πραγματικότητες που χαρακτήρισαν τη συγκεκριμένη εποχή, αποδέχεται τους ανθρώπους όπως ήταν και τα πράγματα όπως συνέβησαν. Απόλυτα σαφές ως προς τις απόψεις που κομίζει, δεν καταγγέλλει. Διέπεται από την ανάγκη κατανόησης και την αναζητά, χωρίς να σχετικοποιεί, μέσα σε σχέσεις, από τις πλέον δεδομένες και αναμφισβήτητες στις πιο απόμακρες και αμφισβητήσιμες. Πραγματεύεται πρωτίστως τους διάφορους τύπους σχέσεων στα διαφορετικά τους επίπεδα.
Ιστορία και ταυτόχρονα ανεκτίμητη πηγή για την Ιστορία, το εγχείρημα των Κοκοβλήδων, που διατρέχει 40 χρόνια της σύγχρονης Ιστορίας μας, δεν αποτιμά συνολικά την πορεία της Αριστεράς, δεν εστιάζει στα προβλήματα και στα λάθη της, δεν αποδίδει ευθύνες και δεν αναζητά ενόχους. Ασχολείται με τον άνθρωπο, στις μεγάλες και λιγότερο στις μικρές του στιγμές, με τα συναισθήματα και με τις ανθρώπινες σχέσεις. Πραγματεύεται τη σχέση με το Κόμμα και το αίσθημα καθήκοντος, με το χρέος και την κομματικότητα. Καθρεφτίζει τη σχέση με τη φύση και με τον τόπο, με την Κρήτη, από τις γαλήνιες στις πιο τραχιές μεταλλάξεις της. Τέλος, αναζητά τη σχέση των ανθρώπων με την ίδια την Ιστορία τους.
ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
Ελευθεροτυπία ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 16/05/2003
ΑΛΛΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ
22 Ιουνίου 1962. Ένα μικρό κότερο αναχωρεί από τη Γλυφάδα με προορισμό την περιοχή του Οτράντο, στη Νότια Ιταλία. Ενας γέρος ναυτικός και ο γιός του φυγαδεύουν παράνομα 4 άνδρες και 2 γυναίκες.
Οι παράνομοι, επικηρυγμένοι, αντάρτες Νίκος Κοκοβλής, Παγώνα Κοκοβλή (αδερφή του Νίκου), Αργυρώ Πολυχρονάκη, Σταμάτης Μαριόλης, Γιάννης Λιονάκης και Κωστής Λιονάκης (αδερφός του Γιάννη), αφού κρύβονταν για 15 περίπου χρόνια στο Νομό Χανίων, στη Δυτική Κρήτη, έφευγαν από την Ελλάδα με εντολή του Κομμουνιστικού Κόμματος. Η αναχώρησή τους, ήταν ο ελληνικός επίλογος μιας απίστευτης προσπάθειας επιβίωσης, σε μια πολύ μοναχική διαδρομή που ξεκινούσε με το τέλος του Εμφυλίου στην Κρήτη.
Στην Κρήτη ο Εμφύλιος πόλεμος άρχισε τον Απρίλιο του ’47, ένα χρόνο σχεδόν αργότερα από τη υπόλοιπη Ελλάδα και τέλειωσε ένα χρόνο νωρίτερα από τη συντριβή των ανταρτών στο Γράμμο (’49).
Στην Ανατολική Κρήτη, η εξολόθρευση των ανταρτών έγινε σε σύντομο χρονικό διάστημα. Στη Δυτική Κρήτη, την άνοιξη του 48, γύρω στους 300 αντάρτες, με 13 γυναίκες ανάμεσα τους, συγκεντρώθηκαν στην ελεύθερη περιοχή του Ομαλού. Το μέλλον τους κρίθηκε στη μάχη της Σαμαριάς, τον Ιούνιο του ’48.
Από τη μάχη της Σαμαριάς γλύτωσαν περίπου 100 αντάρτες. Ένα χρόνο μετά, είχαν μείνει καμιά 40αριά, σε όλες τις επαρχίες του Ν. Χανίων. Διασκορπισμένοι και ακέφαλοι, κρύβονταν κυρίως στα Λευκά Ορη, τις Μαδάρες, όπως τα αποκαλούν οι ντόπιοι. Όταν καταφέρνουν να συγκεντρωθούν, τον Απρίλιο του ’49 στις Χώσες, τη θέση των σκοτωμένων αρχηγών, Τσιτήλου και Μακρυδάκη, παίρνουν η Βαγγελιώ Κλάδου και ο Νίκος Κοκοβλής.
Τέλος Αυγούστου του ’49. Ήττα του Δημοκρατικού Στρατού. Όσοι αντάρτες επέζησαν και δεν αιχμαλωτίστηκαν υποχωρούν στις γειτονικές Λαϊκές Δημοκρατίες. Όμως από την Κρήτη δεν μπορούν να φύγουν. Εγκλωβισμένοι στα Λευκά Όρη, οι αντάρτες που έχουν απομείνει, κρύβονται σε απόκρημνες σπηλιές, σε καταφύγια, σε δύσβατα μέρη. Ο ένας μετά τον άλλο σκοτώνονται ή συλλαμβάνονται.
Γύρω στο ’50 έχουν μείνει 14. Ανάμεσα τους και τα βασικά πρόσωπα της ταινίας μας, οι 6 αντάρτες που διέφυγαν το ’62 στην Ιταλία. Για να επιβιώσουν διασκορπίζονται. Ο Νίκος Κοκοβλής και η Αργυρώ Πολυχρονάκη, από τις σπηλιές του Αποκόρωνα όπου κρύβονταν αρχικά, θα περάσουν με βάρκα απέναντι, στη χερσόνησο του Ακρωτηρίου. Στόχος τους η ευκολότερη πρόσβαση στην πόλη των Χανίων και η ανασυγκρότηση των παράνομων κομματικών οργανώσεων.
Εδώ, θα βρουν ασφαλή κρυψώνα, στον Κυριάκο Στρατηγάκη, έναν ντόπιο χωρικό που ζει με τη γυναίκα του Γεωργία και τα 3 ανήλικα παιδιά τους στο χωριό Πλακούρες. Είναι πρόσωπο απολύτου εμπιστοσύνης και θα δεχτεί να τους φιλοξενήσει για λίγες ημέρες στο στάβλο του, τον Τρουλίτη. Σιγά, σιγά ο στάβλος και ο γειτονικός βόθρος, θα μετατραπούν από τον Κυριάκο και τη Γεωργία σε απρόσιτη κρυψώνα και οι λίγες ημέρες φιλοξενίας θα γίνουν τελικά 12 ολόκληρα χρόνια σε συνθήκες τρομακτικής δυσκολίας και κινδύνων. Με βάση αυτή την κρυψώνα ο Νίκος και η Αργυρώ θα ξεκινήσουν τις επαφές τους στην πόλη των Χανίων και την ανασυγκρότηση των παράνομων κομματικών οργανώσεων.
Ο Γιάννης Λιονάκης, η μετέπειτα γυναίκα του Παγώνα Κοκοβλή (αδερφή του Νίκου) και ο αδερφός του Κωστής Λιονάκης, θα παραμείνουν στις σπηλιές του Αποκόρωνα, αλλά και σε άλλα καταφύγια της περιοχής, δημιουργώντας και αυτοί τον παράνομο μηχανισμό τους και κάνοντας πολιτική δουλειά με τον κόσμο της επαρχίας.
Ο Σταμάτης Μαριόλης θα καταφύγει στην Κίσαμο όπου με αφετηρία τα Παλιά Ρούματα, έκανε πολιτική δουλειά σε όλη την επαρχία, ανασυγκροτώντας τις παράνομες κομματικές οργανώσεις.
Το κυνήγι των παρανόμων συνεχίζεται αμείωτα όλη τη δεκαετία του 50. Το 1958 έχουν μείνει 8. Οι υπόλοιποι έχουν σκοτωθεί ή συλληφθεί. Η ΕΔΑ, γίνεται αξιωματική αντιπολί-τευση και οι παράνομοι παίρνουν εντολή από το Κόμμα, να φύγουν στο εξωτερικό. Οι 6 από αυτούς θα μεταβούν σταδιακά στην Αθήνα και από εκεί θα οργανώσουν τη διαφυγή τους αρχικά στην Ιταλία.
Πίσω τους, στην Κρήτη, έμεναν 2 ακόμα αντάρτες από την ίδια κάποτε αρχική ομάδα : ο Γιώργης Τζομπανάκης και ο Σπύρος Μπλαζάκης. Δεν ακολούθησαν. Μένουν και κρύβονται. Θα εμφανιστούν το 75, μετά τη μεταπολίτευση, αφού αμνηστευθούν ....
Οι 6 παράνομοι αναχωρούν το 1962, από τη Γλυφάδα. Από εδώ, με τη βοήθεια Ιταλών συντρόφων, διέφυγαν στη Βουδαπέστη και από εκεί, έφτασαν στην Τασκένδη της Σοβιετι-κής Ενωσης όπου έμειναν 14 χρόνια. Εδώ απέκτησαν τα παιδιά τους, σπούδασαν, εργά-στηκαν, διαφώνησαν με το επίσημο Κόμμα το 1968 και πλήρωσαν ακριβά τις συνέπειες των απόψεων τους. Επαναπατρίστηκαν όλοι τους το 1976, διαγραμμένοι από το Κόμμα.
Η ταινία ντοκιμαντέρ ξεκίνησε, με αφορμή το βιβλίο ΑΛΛΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ του Νίκου και της Αργυρώς Κοκοβλή, που ένα μέρος του περιγράφει τα παραπάνω γεγονότα, αλλά το ίδιο το βιβλίο εκτείνεται χρονολογικά σε πολύ μεγαλύτερη περίοδο.
Εμείς εστιάζουμε το ενδιαφέρον μας και παρακολουθούμε τη διαδρομή των 6 παράνομων ανταρτών μόνο για τη χρονική περίοδο από τη μάχη της Σαμαριάς (1948) έως την αναχώρηση τους στην Ιταλιά ( 1962). Οι 3 απ΄αυτούς ζουν (Νίκος & Αργυρώ Κοκοβλή, και Γιάννης Λιονάκης) και αποτελούν τα κεντρικά πρόσωπα του ντοκιμαντέρ.
Η ταινία διερευνά το "θαύμα" της αντοχής των τσακισμένων υπολειμμάτων του Δημοκρατικού Στρατού, μετά τον Εμφύλιο, στη Δ. Κρήτη και την αυτοθυσία των απλών ανθρώπων που τους τροφοδοτούσαν και τους έκρυβαν τόσα χρόνια.
Πώς και γιατί "οι πρωταγωνιστές" άντεξαν αυτά τα βάσανα, κυνηγημένοι από πολυά-ριθμους, πάνοπλους και φανατισμένους κυνηγούς, μέσα στις σπηλιές των βουνών και της θάλασσας, στους στάβλους, στους βόθρους, σε κρύπτες κάτω από τα θεμέλια των σπιτιών, νηστικοί και διψασμένοι, γυμνοί και ξυπόλυτοι, παγωμένοι και άρρωστοι ;
Πώς και γιατί, ενώ όλα τα σκιάζει η φοβέρα, οι "αφανείς", οι απλοί άνθρωποι, άνοιγαν μαζί με τη ψυχή τους και τα σπίτια τους για να δεχτούν τους κυνηγημένους, να τους κρύψουν, να τους ταΐσουν και να τους βοηθήσουν στον αγώνα ;
Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που απασχολούν την ταινία.
(Α. Παπανδρέου 70)
ΤΡΙΑΝΟΝ FILMCENTER
Κοδριγκτώνος 21(ύψος Πατησίων 101)Τηλ.: 210 8215469, 210 8222702
STAVROS PSILLAKIS
ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ 5
11522 ΑΘΗΝΑ
ΤΗΛ. : 210-6464797 & 6974-419160
e-mail : spsill@tee.gr
Στη Κρήτη, ένα τμήμα του Δημοκρατικού Στρατού, επιβίωσε, ακόμα και όταν ο Εμφύλιος τέλειωσε στην υπόλοιπη Ελλάδα. Οι αντάρτες αυτοί παράνομοι και επικηρυγμένοι, κρύβονταν για 14 περίπου χρόνια στο Ν. Χανίων.
Μια ταινία για το "θαύμα" της αντοχής των τσακισμένων υπολειμμάτων του Δημοκρατικού Στρατού και την αυτοθυσία των απλών ανθρώπων που τους έκρυβαν τόσα χρόνια.